στία

στία
ἡ, Α
μικρός λίθος, λιθαράκι, ψηφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *stāi- / stī- «συμπυκνώνω, στερεώνω, σκληραίνω» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. styāyate «στερεώνομαι, σκληραίνω» και με το επίθ. styāna- «στερεωμένος», πιθ. με γοτθ. stains, αρχ. άνω γερμ. stein και αρχ. σλαβ. stĕna «πέτρα, λίθος». Στην ίδια ρίζα με μακρό φωνηεντισμό ανάγεται και η λ. στέαρ* (< *στᾱy-αρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στία — στίᾱ , στία small stone fem nom/voc/acc dual στίᾱ , στία small stone fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στια — η, Ν η εστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑστία / ἱστία, με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος και συνίζηση] …   Dictionary of Greek

  • στιά — η εστία, φωτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στῖα — στῖον small stone neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίας — στίᾱς , στία small stone fem acc pl στίᾱς , στία small stone fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίαι — στία small stone fem nom/voc pl στίᾱͅ , στία small stone fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιάων — στιά̱ων , στία small stone fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίαν — στίᾱν , στία small stone fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδεροστιά — η, Ν η πυροστιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερο (βλ. σιδηρο ) + στια (< εστία), πρβλ. πυρο στιά] …   Dictionary of Greek

  • στίον — τὸ, Α η στία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού στία* (ἡ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”